- αμπρί
- το воен, землянка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπρί — το (λ. γαλλ.), τεχνητό προκάλυμμα, καταφύγιο, συνήθως στη γραμμή της μάχης: Την ώρα που έριχνε το πυροβολικό του εχθρού στριμωχνόμαστε όλοι στο αμπρί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] … Dictionary of Greek